-
1 καμινος
(ᾰ) ἥ1) печь ( для обжига или плавки), горн(ὀπτᾶν τὰς πλίνθους ἐν καμίνοισι Her.; ἐν καμίνῳ καίεται ὅ σίδηρος Arst.)
2) кухонная печь(βοῦς ὅλος ὀπτὸς ἐν καμίνῳ Her.; σῦκα ξηραινόμενα ταῖς καμίνοις Arst.)
ἥ κ. τοῦ πυρός NT. — горящая печь, перен. адское пламя